κενόφοβος

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek (Liddell-Scott)

κενόφοβος: -ον, πλήρης κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. ψοφοδεής.

Greek Monolingual

κενόφοβος, -ον (Α)
αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο γεμάτος αδικαιολόγητο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ονειρό-φοβος, πολύ-φοβος].