γυιούχος

From LSJ
Revision as of 08:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

γυιοῡχος, -ον (Α)
αυτός που δεσμεύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῑον) + -ουχος < έχω).