Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: κοιμισμός | Medium diacritics: κοιμισμός | Low diacritics: κοιμισμός | Capitals: ΚΟΙΜΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: koimismós | Transliteration B: koimismos | Transliteration C: koimismos | Beta Code: koimismo/s |
ὁ, = κοίμισις, Sch. DT. p. 23 H.
κοιμισμός: -οῦ, ὁ, ἢ κοίμισις ἢ ἀποκοίμισις, μεταφ. ἡ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἀπὸ ὀξέος εἰς βαρύν, Α. Β. 756.
κοιμισμός, ὁ (Α) κοιμίζω
η κοίμισις.