κορυβαντώδης

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.