κρινόχρους
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
German (Pape)
[Seite 1509] lilienfarbig, Sp.
Greek Monolingual
κρινόχρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. θειό-χρους, σιτό-χρους].