κρητικός

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-ή, ό (AM κρητικός, -ή, -όν) Κρήτη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος»)
νεοελλ.
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιά
ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κρητικός (ενν. πούς)
ο μετρικός πους -υ-, αλλ. αμφίμακρος
2. το ουδ. ως ουσ. τo κρητικόν
α) (ενν. ἱμάτιον) κοντό ιμάτιο που φορούσαν κατά τις θρησκευτικές τελετές («σὺ δὲ τὸ κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως», Αριστοφ.)
β) (ενν. μέτρον)
ο κρητικός πους.
επίρρ...
κρητικῶς (Α)
σύμφωνα με τους τρόπους και τις συνήθειες τών Κρητών.

Russian (Dvoretsky)

κρητικός: ὁ стих. (sc. πούς) кретик, т. е. критская стопа или амфимакр (‒∪‒).