δακτυλίς

Revision as of 18:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, name of a kind of

   A grape, Plin.HN14.40.    II = δάκτυλος, Steph. in Hp.Aph.2.294D.

German (Pape)

[Seite 520] ίδος (fem. zu δακτυλιαῖος ), eine Weintraubengattung, Plin. H. N. 14, 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλίς: -ίδος, ἡ, ὄνομα εἴδους σταφυλῆς, Πλίν. 14. 3, 4.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 dedo meñique οὔτε γὰρ τὸν ἄκρον δάκτυλον ἢ τελευταίαν δακτυλίδα κινῆσαι δυνατόν Steph.in Hp.Aph.1.140.2.
2 bot., cierto tipo de uva delgada como un dedo, Plin.HN 14.40.
3 bot. ἀριστολοχία δ. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., en recetas médicas, Androm. en Gal.13.32, Gal.13.71, cf. δακτυλῖτις.

Greek Monolingual

η (AM δακτυλίς) δάκτυλος
νεοελλ.
γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδη
μσν.
1. το δάχτυλο
2. το δαχτυλίδι
αρχ.
είδος σταφυλιού.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλίς: ίδος ἡ (sc. σταφυλή) «пальчики» (сорт винограда) Plin.