κατακλονίζω
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
κατακλονίζω (Μ)
συνταράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ-ε-κλόν-ησ-α του κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ-ε-δρόσ-ισα: κα-τα-δροσ-ίζω (πρβλ. και ηρεμ-ίζω - ηρεμ-ώ, οχλ-ίζω - οχλώ)].