οχλώ
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(ΑΜ ὀχλῶ, -έω) όχλος
ενοχλώ
νεοελλ.
(νομ.) κάνω υπόμνηση του χρέους του οφειλέτη προς εμένα
αρχ.
1. κινώ, κυλίω («ψηφῖδες ἅπασαι οχλεῡνται», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ὀχλοῦμαι, -έομαι
(σχετικά με τόπο) γεμίζω από κόσμο.