ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν)λαγουδάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι].