τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
κρομμυδίτσιν και κρομμυδίτζιν, τὸ (Μ)μικρό κρεμμύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρομμύδιν + μσν. υποκορ. κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κουλλουρ-ίτσιν, κρασ-ίτσιν)].