κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[γλῠ], ον,

   A cummin-splitting-cressscraper, strengthd.for foreg., Ar.V.1357.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.

Greek Monolingual

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: [ῠ], -ου (γλύφω), αυτός που πριονίζει το κύμινο και ξύνει το κάρδαμο, σε Αριστοφ.