πρίστης
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
πρίστου, ὁ,
A sawyer, IG12.373.256, 374.82, PCair.Zen.754.3 (iii B.C.), Poll.7.114.
b metaph., hairsplitter, Sch.Ar.V.1348.
2 saw or file, Poll.7.113, Hsch.
German (Pape)
[Seite 702] ὁ, = πριστήρ, Säger, τομεύς, Poll. 7, 114; der Sägefisch, od. eine Art Haifisch od. Rochen, Arist. H. A. 6, 12 (Bekk. πρίστις), vgl. Buttm. Lexil. I, p. 110. Nach Poll. 7, 113 = ῥίνη (vor Bekker πρίστις).
Russian (Dvoretsky)
πρίστης: ου ὁ пила-рыба Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πρίστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ πρίονος κόπτων, πριονιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1348, Πολυδ. Ζ΄, 114. 2) «ῥίνη, πρίων» Πολυδ. Ζ΄, 113, Ἡσύχ. ― πρβλ. πρίστις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που μοιάζουν με πριόνι
2. ζωολ. κοινή ονομασία του γένους αγριόπαπιας μέργος
αρχ.
1. αυτός που κόβει με πριόνι, πριονιστής
2. πριόνι ή ρίνη
3. μτφ. ως επίθ. εξονυχιστικός, λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -της. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pristis (< πρίστης)].