κάρδαμο
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
το και κάρδαμος, ο (AM κάρδαμον)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία φυτών της οικογένειας τών σταυρανθών
αρχ.
1. είδος λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως σήμερα το σινάπι
2. φρ. «βλέπω κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει κάρδαμο (Αριστοφ.)
3. παροιμ. «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το κράδος «κλαδάκι» και με το σκόροδον δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. λέξη kardamah, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο φυτό, οπότε η σύνδεση της με το κάρδαμον παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες φυτών σε -άμον (πρβλ. δίκταμον, σήσαμον). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. kadamija.
ΠΑΡ. καρδαμίνη, καρδαμίς
αρχ.
καρδαμάλη, καρδάμη, καρδαμίζω
νεοελλ.
καρδαμούρα, καρδαμώνω.
ΣΥΝΘ. καρδαμόσπορο(ν), καρδάμωμον
αρχ.
καρδαμογλύφος].