βάρδος
From LSJ
-ου, ὁ acémila, BGU 276.11, 17 (II/III d.C.).
ο (AM βάρδος)
νεοελλ.
ποιητής ή τραγουδιστής με ευρεία απήχηση στον λαό
αρχ.
Κέλτης ραψωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bardo < λατ. bar dus, λ. κελτικής προέλευσης].
βάρδος: ὁ бард (кельтский поэт-певец) Diod.