απήχηση

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457

Greek Monolingual

η (Α ἀπήχησις)
νεοελλ.
το αποτέλεσμα ή η εντύπωση που προκαλείται από κάποιο γεγονός, ο αντίχτυπος
αρχ.
αντήχηση, ηχώ.