τροφῖτις
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
English (LSJ)
συγγραφή, contract
A providing for aliment, PTeb.51.8, 776.8 (both ii B. C.), PMich.Teb.121vi6, al. (i A. D.); γυνὴ τ. either a wet-nurse (so POxy.37.9 (i A. D.)), or a wife married according to a συγγραφὴ τ., PGiss.37 ii 13, cf. 36.13 (ii B. C.). 2 τ. γῆ dub. sens. in CPR244.13 (iii A. D.).
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
1. (ενν. συγγραφή) συγγραφή σχετική με τη διατροφή, με τη συντήρηση
2. φρ. «γυνὴ τροφῑτις»
α) τροφός, παραμάννα
β) γυναίκα παντρεμένη με συμβόλαιο, με συμφωνητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. ταχ-ῖτις)].