εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Full diacritics: τρῡπανισμός | Medium diacritics: τρυπανισμός | Low diacritics: τρυπανισμός | Capitals: ΤΡΥΠΑΝΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: trypanismós | Transliteration B: trypanismos | Transliteration C: trypanismos | Beta Code: trupanismo/s |
ὁ,
A boring, piercing, Aq.Is.54.12.
τρῡπᾰνισμός: ὁ, διάτρησις, λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), ἔνθα ἄλλως: γλυφῆς.