πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
λοιβά libation πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
λοιβά, ἡ (Α)(δωρ.τ.) βλ. λοιβή.