ματς

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

(I)
το
(άκλιτο)
1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία»)
2. φρ. «δίνω ματς» — καβγαδίζω, τσακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match].
(II)
τα
(άκλιτο)
1. (συνήθως μαζί με το μουτς) ο ήχος του φιλιού
2. φρ. «άρχισαν τα ματς και τα μουτς» — άρχισαν να φιλιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή ηχομιμητική λ.].