μεθύστρα

From LSJ
Revision as of 15:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού
2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική
3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. -στρα (πρβλ. βυζά-στρα, πλύ-στρα)].