Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
η
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού
2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική
3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. -στρα (πρβλ. βυζά-στρα, πλύ-στρα)].