ακουβάριαστος
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι
«ακουβάριαστο μαλλί».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω].