ἀκροσίδηρος
English (LSJ)
ον,
A pointed or tipped with iron, AP6.95 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 85] μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσίδηρος: -ον, ὁ ἔχων ἄκρον, αἰχμὴν ἐκ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 6. 95.
Greek Monolingual
ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.
Greek Monotonic
ἀκροσίδηρος: -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.