ἀκροσίδηρος

Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A pointed or tipped with iron, AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 85] μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροσίδηρος: -ον, ὁ ἔχων ἄκρον, αἰχμὴν ἐκ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 6. 95.

Greek Monolingual

ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.

Greek Monotonic

ἀκροσίδηρος: -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.