αλέξανδρος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Greek Monolingual
ἀλέξανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες
2. (το θηλυκό) ως επίθετο της Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέξω «υπερασπίζω» + -ἀνδρὸς < ἀνήρ.