αληθοεπής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
-ές (Α ἀληθοεπής)
αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -επὴς < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια].