ἀλλοδαπής

Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ές, later for ἀλλοδαπός.

German (Pape)

[Seite 103] ές, Aristid. u. Sp. –

Spanish (DGE)

(ἀλλοδᾰπής) -ές extranjero κλέπτης Doroth.411.29, cf. EM 897.

Greek Monolingual

ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.