[ᾰ], ές, later for ἀλλοδαπός.
[Seite 103] ές, Aristid. u. Sp. –
(ἀλλοδᾰπής) -ές extranjero κλέπτης Doroth.411.29, cf. EM 897.
ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)ο αλλοδαπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.