ἀλλοδαπής

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοδαπής Medium diacritics: ἀλλοδαπής Low diacritics: αλλοδαπής Capitals: ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ
Transliteration A: allodapḗs Transliteration B: allodapēs Transliteration C: allodapis Beta Code: a)llodaph/s

English (LSJ)

[ᾰ], ές, later for ἀλλοδαπός.

Spanish (DGE)

(ἀλλοδᾰπής) -ές extranjero κλέπτης Doroth.411.29, cf. EM 897.

German (Pape)

[Seite 103] ές, Aristid. u. Sp. –

Greek Monolingual

ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.