Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Full diacritics: ἀλλοδαπής | Medium diacritics: ἀλλοδαπής | Low diacritics: αλλοδαπής | Capitals: ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ |
Transliteration A: allodapḗs | Transliteration B: allodapēs | Transliteration C: allodapis | Beta Code: a)llodaph/s |
[ᾰ], ές, later for ἀλλοδαπός.
(ἀλλοδᾰπής) -ές extranjero κλέπτης Doroth.411.29, cf. EM 897.
[Seite 103] ές, Aristid. u. Sp. –
ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.