ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ηλυγαριά, λυγιά, λύγος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- προθετ. + λυγαριά].