λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
ηλυγαριά, λυγιά, λύγος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- προθετ. + λυγαριά].