ἀλλοτριοπραγία

Revision as of 15:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ἡ,

   A meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριοπραγία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 entrometimiento, intervención en cosas ajenas πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον ... ὀνομάζοντες Plu.2.57d.
2 actuación política desacertada μὴ δι' ἀλλοτριοπραγίαν ὑφαρπάζειν τὰ τῶν ἄλλων ἐξαίρετα, ζῆν δὲ ἕκαστον ἐφ' ᾧ τέτακται παρὰ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης Procl.in R.1.216.25.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπραγία, η (Α)
η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -πραγία < πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοπρᾱγία: ἡ вмешательство в чужие дела, непрошенная хлопотливость Plut.