πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
η αμορόζος1. ερωμένη, φιλενάδα2. γυναίκα που συζεί παράνομα με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. amoroso].