αμορόζος

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

-α, -ο
εραστής, αγαπητικός (για το θηλ. βλ. και αμορόζα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. amoroso «ερωμένος, εραστής».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορόζικος].