αμορόζα

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

η αμορόζος
1. ερωμένη, φιλενάδα
2. γυναίκα που συζεί παράνομα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. amoroso].