κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
η αμορόζος1. ερωμένη, φιλενάδα2. γυναίκα που συζεί παράνομα με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. amoroso].