ἀμοιβαδόν

From LSJ
Revision as of 12:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

German (Pape)

[Seite 126] dasselbe, ἀλλήλοισι ν ήγορόωντο Ap Rh. 2, 1228; Qu. Sm. 10, 191; in Prosa, Tim. Locr. 98 e.

Spanish (DGE)

(ἀμοιβᾰδόν)
• Grafía: graf. ἀμυβαδόν Hsch.

• Prosodia: [ᾰ-]
1 por turno, alternativamente ἄξονας (de las puertas) ἐν σύριγξιν ἀ. εἰλίξασαι Parm.B 1.19, καὶ ἠρεισμένα τρίβεται μὲν ἀ. Ti.Locr.98e, οἵγ' ἀλλήλοισιν ἀ. ἠγορόωντο A.R.2.1226, cf. Hld.5.20.13, Q.S.10.191, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.8, Phlp.in Ph.691, D.P.Au.2.4, Eust.1547.24.
2 inmediata, sucesivamente Hsch., Sud.α 1659, AB 387, Phot.p.93R.

Greek Monolingual

(Α ἀμοιβαδὸν) επίρρ. ἀμοιβή
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβᾰδόν: Plat. = ἀμοιβαδίς.