ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
η βιοχ.μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η άλλη είναι η αμυλοπηκτίνη).[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμυλο(ν) + κατάλ. -όζη, πρβλ. αγγλ. amylose].