ον, = sq., Simon.100.4, E.Epigr.2.1.
[Seite 13] (γῆρας), unvergänglich, εὐλογία Simon. frg. 153 (VII, 253); στέφανος Ep. ad. 556 (App. 194). Homer heißt ἀγ. στόμα κόσμου Ant. Sid. 68 (VII, 6).