ἀναδάσιμος

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδάσιμος Medium diacritics: ἀναδάσιμος Low diacritics: αναδάσιμος Capitals: ΑΝΑΔΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: anadásimos Transliteration B: anadasimos Transliteration C: anadasimos Beta Code: a)nada/simos

English (LSJ)

ον,

   A to be distributed afresh, Sch.Ven.Il.1.300.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδάσιμος: -ον, ὅστις δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300.

Spanish (DGE)

-ον
que debe ser redistribuido γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων Sch.Er.Il.1.299.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναδάσιμος, -ον) ἀναδατέομαι
αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου.