ἀναδάσιμος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδάσιμος Medium diacritics: ἀναδάσιμος Low diacritics: αναδάσιμος Capitals: ΑΝΑΔΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: anadásimos Transliteration B: anadasimos Transliteration C: anadasimos Beta Code: a)nada/simos

English (LSJ)

ἀναδάσιμον, to be distributed afresh, Sch.Ven.Il.1.300.

Spanish (DGE)

-ον
que debe ser redistribuido γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων Sch.Er.Il.1.299.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδάσιμος: -ον, ὅστις δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναδάσιμος, -ον) ἀναδατέομαι
αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου.