αναξιβρέντας
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
ἀναξιβρέντας, ο (Α)
(επίθ. του Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + -βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)].