ανατομία

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της ανατομής, η διενέργεια ανατομής
2. η ανατομική επιστήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατομή (< ανατέμνω). Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. anatomy, σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ον. σε -τομία και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1738 από τον Λ. Πατούσα].