ἀντικορύσσομαι

Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Med.,

   A take arms against, ἀνέμοις AP7.668 (Leon.), Ath.15.701b.

German (Pape)

[Seite 253] sich dagegen rüsten, ἀνέμοις, part. praes., Leonid. Al. 28 (VII, 668); Ath. III, 106 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικορύσσομαι: μέσ., παρασκευάζομαι εἰς μάχην, ὁπλίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 668, Ἀθήν. 702Β.

French (Bailly abrégé)

prendre les armes, lutter contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, κορύσσομαι.

Spanish (DGE)

enfrentarse, oponerse ἀνέμοις AP 7.668 (Leon.), Οὐλπιανῷ Ath.701b.

Greek Monolingual

ἀντικορύσσομαι (Α)
οπλίζομαι εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντικορύσσομαι: Μέσ., προετοιμάζομαι για μάχη ενάντια, τινί, σε Ανθ.