ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
η (Α ἀποκοτιά)τόλμη, θάρροςνεοελλ.θρασύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκοτώ ή < απόκοτος].