απόκοτος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπόκοτος, -η, -ον)
Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
1. θρασύς, ελευθερόστομος
2. δραστήριος, γρήγορος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά
II. επίρρ. ἀπόκοτα
μσν.- νεοελλ.
χωρίς δισταγμό, με θάρρος
νεοελλ.
γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < απο- + αρχ. κότος «οργή» ή < απο- + μσν. κότ(τ)ος («κύβος») > κοτ(τ)ώ «κυβεύω, διακυβεύω, διακινδυνεύω, τολμώ»].