Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
η (Α ἀποκοτιά)τόλμη, θάρροςνεοελλ.θρασύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκοτώ ή < απόκοτος].