αποκοτώ

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

κ. -άω (Μ ἀποκοτῶ, -άω) απόκοτος
1. τολμώ
2. αποτολμώ, επιχειρώ.