αρκτικός

From LSJ
Revision as of 12:57, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.
(II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.