άρεσκος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
ἄρεσκος, ο, η (AM)
1. ευχάριστος στους τρόπους
2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρέσκω.
ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως
αρχ.
αρεσκεύομαι.
ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος
αρχ.
ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος].