οχλοάρεσκος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α)
αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι].