ἀρρενομίκτης
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ἀρρενοκοίτης, (ἀρσ-) Man.4.590.
Greek Monolingual
ἀρρενομίκτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μικτης < μείγνυμι].