βελονάγρα

Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + -αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)].